λιρός

λιρός
λιρός, -ά, -όν (Α)
1. θρασύς, αναιδής, αναίσχυντος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ παρὰ τὸ δέον πολυλόγος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με παλιότερη άποψη, η λ. συνδέθηκε με το λίαν, ενώ κατά τους νεώτερους με τα λαιμός ή λιμός. Τέλος, συνδέθηκε με τη μτχ. λελιημένος. Η λ. μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια Λίρανος και ως α' συνθετικό στο Λιροκλῆς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιρός — bold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιρά — λιρός bold neut nom/voc/acc pl λιρά̱ , λιρός bold fem nom/voc/acc dual λιρά̱ , λιρός bold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιρούς — λιρός bold masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЛИРОТЕНИТ — [λιρος (λирос) светлый; κονια (κониа) пыль] м л, Cu2Al[(OH)4|AsO4]·4Н2О. Мон. Габ. уплощенный, уплощенно октаэдрический. Сп. сов. по {110} и {011}. Небесно голубой до медянково зеленого …   Геологическая энциклопедия

  • λιραίνω — (Α) [λιρός] είμαι θρασύς, αναιδής, αυθάδης …   Dictionary of Greek

  • λιρόφθαλμος — λιρόφθαλμος, ον (AM) αυτός που έχει αναίδεια στο βλέμμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιρός «θρασύς» + ὀφθαλμός] …   Dictionary of Greek

  • lē(i)-1 : lǝi- —     lē[i] 1 : lǝi     English meaning: to wish     Deutsche Übersetzung: “wollen”     Material: Gk. (Dor.) λῆν “wollen”, el. λεοίτᾱν “ἐθελοίτην”, gort. λείοι, λείοντι etc., Ion. λῆμα n. “volition”, *λώς “wish, Wahl” (to λῆν, as ζώς to ζῆν),… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”